- ἀνεκτῶν
- ἀνεκτόςbearablemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμογκ — (smog). Διεθνής όρος που προέρχεται από τη σύντμηση των αγγλικών λέξεων smoke (=καπνός) και fog (=ομίχλη) και υποδηλώνει το φαινόμενο που εκδηλώνεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, όταν συνυπάρχουν μια υψηλή συγκέντρωση ρυπαντικών παραγόντων και μια… … Dictionary of Greek
υπέρβαση — η 1. διάβαση πάνω από κάτι: Υπέρβαση λόφου. 2. μτφ., το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, η παράβαση: Υπέρβαση δικαιωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)